ἰαμβύλος
English (LSJ)
[ῐ, ῠ], ὁ,
A libeller, Hdn.Gr.1.164, Hsch. (-βηλος cod.).
German (Pape)
[Seite 1233] ὁ, s. ἰάμβηλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβύλος: ὁ, λοιδορητικός, Ἀρκάδ. 57. 10, Ἡσύχ.
[ῐ, ῠ], ὁ,
A libeller, Hdn.Gr.1.164, Hsch. (-βηλος cod.).
[Seite 1233] ὁ, s. ἰάμβηλος.
ἰαμβύλος: ὁ, λοιδορητικός, Ἀρκάδ. 57. 10, Ἡσύχ.