ὁ, dialect form of Att. Ονηγός,
A ass-driver, v.l. in Plaut. Asin.Prolog.10 ; cf. ὄναγρος 1.
[Seite 344] ὁ, dor. u. att. = ὀνηγός, Eselführer, Eseltreiber.
ὀνᾱγός: ὁ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ὀνηγός, ὁ ὁδηγῶν ὄνον, ὀνηλάτης, Plaut. Asin. Πρόλογ. 10.