ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).
ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.