ὁ, ἡ,
A having the body naked, Nonn.D.7.124.
[Seite 510] mit nackter Haut, Nonn. D. 7, 124.
γυμνόχρους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ σῶμα γυμνόν, Νόνν. Δ.7.124.