ἀκονητής
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who sharpens, σπάθης Edict.Diocl.7.33, cf. Hdn.Gr.1.73.
German (Pape)
[Seite 77] ὁ, der Wetzende, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονητής: ὁ, ὁ ἀκονῶν, «ἀκονιστής», Ἀρχ. Λεξ.
ου, ὁ,
A one who sharpens, σπάθης Edict.Diocl.7.33, cf. Hdn.Gr.1.73.
[Seite 77] ὁ, der Wetzende, VLL.
ἀκονητής: ὁ, ὁ ἀκονῶν, «ἀκονιστής», Ἀρχ. Λεξ.