τρίσχιστος

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A cloven in three, Sch.Nic.Al.347, An.Ox.2.307:— τρι-σχίστη, ἡ, gloss on Αἰγυπτία στυπτηρία, Gal.19.71.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gespalten, Schol. Nic. Alex. 346.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσχιστος: -ον, ἐσχισμένος εἰς τρία, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 346· - τρισχίστη, ἡ, = Αἰγυπτία στυπτηρία, Ἐρωτιαν.