μολιβουργός
English (LSJ)
ὁ,
A = μολυβδουργός, Procl.Par.Ptol.251.
German (Pape)
[Seite 199] = μολυβδουργός, procl.
Greek (Liddell-Scott)
μολῐβουργός: -όν, = μολυβδουργός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 251.
ὁ,
A = μολυβδουργός, Procl.Par.Ptol.251.
[Seite 199] = μολυβδουργός, procl.
μολῐβουργός: -όν, = μολυβδουργός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 251.