περιολισθάνω
English (LSJ)
A slip about. Hp.Art.47; slip away all round, Id.VM 22. cf. D.H. 14.10 ; ναῦς π. slips off the engine, Plu.Marc.15 ; τὰ βέλη π. ἀπὸ [τῶν βυρσῶν] glance off them, J.BJ3.7.10: metaph., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα (v.l. for δι-) Plu.2.1089d : later περιολισθ-ολισθαίνω, metaph., wander, stray from the point, Plot.2.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
περιολισθάνω: ὀλισθαίνω εἰς τὰ πλάγια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· ὀλισθαίνω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18· μέχρις οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφθέντων καὶ διασφενδονισθέντων, κενὴ προσπέσοι τοῖς τείχεσιν ἢ περιολίσθοι τῆς λαβῆς ἀνείσης Πλουτ. Μάρκελλ. 15· ὡς περιολισθάνοι ἀπ’ αὐτῶν τὰ λοιπὰ βέλη Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· μεταφορ., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα Πλούτ. 2. 1089D. - Παρὰ μεταγεν., -ολισθαίνω.