εὐνουχισμός
English (LSJ)
ὁ,
A castration, Gal.4.576:
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, das Entmannen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχισμός: ὁ, τὸ εὐνουχίζειν, Ἰωάν. Χρυσ. τ. 2. σ. 700, Ὠριγ. ΙΙΙ. 1253Α, κλ. - εὐνουχιστής, οῦ, ὁ εὐνουχίζων, Γλωσσ.
ὁ,
A castration, Gal.4.576:
[Seite 1084] ὁ, das Entmannen, Sp.
εὐνουχισμός: ὁ, τὸ εὐνουχίζειν, Ἰωάν. Χρυσ. τ. 2. σ. 700, Ὠριγ. ΙΙΙ. 1253Α, κλ. - εὐνουχιστής, οῦ, ὁ εὐνουχίζων, Γλωσσ.