ἁλίρραντος
English (LSJ)
ον, (ῥαίνω)
A sea-surging, πόντος AP9.333 (Mnas.) (s.v.l.); washed by sea, ἀκταί 14.72.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίρραντος: -ον, (ῥαίνω) ὁ ὑπὸ τῆς ἁλὸς ῥαντιζόμενος, «ἁλιρράντους τε παρ’ ἀκτάς», Ἀνθ Π. XIV, 72
ον, (ῥαίνω)
A sea-surging, πόντος AP9.333 (Mnas.) (s.v.l.); washed by sea, ἀκταί 14.72.
ἁλίρραντος: -ον, (ῥαίνω) ὁ ὑπὸ τῆς ἁλὸς ῥαντιζόμενος, «ἁλιρράντους τε παρ’ ἀκτάς», Ἀνθ Π. XIV, 72