πολύξεστος
English (LSJ)
ον, (ξέω)
A much-polished, πύλαι (of Hades) f.l. in S.OC1570 (lyr., leg. πολυξένοις).
German (Pape)
[Seite 667] viel oder sorgfältig gehobelt, geglättet, πύλαι, Soph. O. C. 1566, vgl. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
πολύξεστος: -ον, (ξέω) ὁ πολὺ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, Σοφ. Ο. Κ. 1570.