δύσικμος
English (LSJ)
[ῠ], ον, (ἰκμάς)
A with scanty secretions, Hp.Mul.1.34; δ. πάθος Orib.Fr.78.
German (Pape)
[Seite 681] zu wenig feucht, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσικμος: -ον, (ἰκμὰς) δυσκόλως ὑγραινόμενος, Ἱππ. 603.
[ῠ], ον, (ἰκμάς)
A with scanty secretions, Hp.Mul.1.34; δ. πάθος Orib.Fr.78.
[Seite 681] zu wenig feucht, Hippocr.
δύσικμος: -ον, (ἰκμὰς) δυσκόλως ὑγραινόμενος, Ἱππ. 603.