ον, (πισσόω)
A unpitched, ἄγγη Str.11.10.2, cf. Dsc.1.71 (interpol.).
[Seite 291] unverpicht, Strab.
ἀπίσσωτος: -ον, (πισσόω) ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ πίσσης, Στράβ. 516.