ον,
A half (cf. δίφατος), Id.
[Seite 1171] halb gesagt, = ἥμισυ, Hesych.
ἡμίφᾰτος: -ον, ἥμισυς· ἐσχηματίσθη ὡς τὸ δίφατος, Ἡσύχ.