ἀφόμοιος
English (LSJ)
ον,
A unlike, Dsc.5.102:—but, 2 likened, made like, in Subst. ἀφόμοιον, τό, copy, LXX Si.Prol.21.
German (Pape)
[Seite 413] 1) unähnlich? – 2) verähnlicht?
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόμοιος: -ον, ἀνόμοιος, Διοσκ. 5. 119: - ἀλλά, 2) ἀφομοιωθείς, γενόμενος παρόμοιος, Βυζ. - Τὸ οὐσιαστ. ἀφομοιότης, ητος, ἡ, ἐν Ἀμφιλοχ. σ. 44.