ον,
A v.l. for μονόχροος in Xenocr. ap. Orib.2.58.109.
[Seite 206] = μονόχροος, Xenocr. de alim., zw.
μονόχροιος: -ον, = μονόχροος, θήλειαι δέ εἰσι μονόχροιοι Ξενοκρ. 28, σ. 469, ἔνθα ὁ Κοραῆς (σ. 15) ἐξέδωκε μονόχροοι.