ἄγλυφος
English (LSJ)
ον,
A unhewn, Sch.S.OC101.
German (Pape)
[Seite 17] ungeschnitzt, Philox.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγλῠφος: -ον, ἀπελέκητος, Σχολ. Σοφ. Ο. Κ. 101.
ον,
A unhewn, Sch.S.OC101.
[Seite 17] ungeschnitzt, Philox.
ἄγλῠφος: -ον, ἀπελέκητος, Σχολ. Σοφ. Ο. Κ. 101.