ἀσυγγνωμόνητος
English (LSJ)
ον, = sq., Phint. ap. Stob.4.23.61a, Sch.A.Pr. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγγνωμόνητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φίτνυς παρὰ Στοβ. 74.61.
ον, = sq., Phint. ap. Stob.4.23.61a, Sch.A.Pr. 34.
ἀσυγγνωμόνητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φίτνυς παρὰ Στοβ. 74.61.