αἰσχρορρήμων
English (LSJ)
ον,
A = αἰσχρολόγος, Poll.8.80. Adv. -μόνως ib.81.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρορρήμων: -ον, = αἰσχρολόγος, καὶ ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. 8. 81.
ον,
A = αἰσχρολόγος, Poll.8.80. Adv. -μόνως ib.81.
αἰσχρορρήμων: -ον, = αἰσχρολόγος, καὶ ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. 8. 81.