ἀλλοτριοπράγμων

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A meddlesome, AB81.

German (Pape)

[Seite 106] ὁ, der sich um fremde Dinge, die ihn nichts angehen, bekümmert, B. A. 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοτριοπράγμων: -ον, = ὁ ἀσχολούμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, περίεργος, Α. Β. 81: ― ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰ ἀλλότρια πράγματα, Πλάτ. Πολ. 444Β.