κακόμορφος
English (LSJ)
ον,
A misshapen, Sor. 1.39, 47, AP5.88 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 1301] mißgestaltet, häßlich, ἡ, Marc. Arg. 7 (V, 89).
Greek (Liddell-Scott)
κακόμορφος: -ον, ἀσχημόμορφος, Ἀνθ. Π. 5. 89· κακόμορφε Επιγρ. Kaib. 1140, 2.