δύσφθογγος
English (LSJ)
ον,
A hard-sounding, Demetr.Eloc.246.
German (Pape)
[Seite 690] dasselbe, Demetr. Phal. 246.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφθογγος: -ον, δύσηχος, κακόηχος, Δημ. Φαλ. 246.
ον,
A hard-sounding, Demetr.Eloc.246.
[Seite 690] dasselbe, Demetr. Phal. 246.
δύσφθογγος: -ον, δύσηχος, κακόηχος, Δημ. Φαλ. 246.