εὐπρόσεδρος
English (LSJ)
ον,
A v.l. for εὐπάρεδρος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσεδρος: -ον, διαφ. γραφ. ἀντὶ εὐπάρεδρος ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
ον,
A v.l. for εὐπάρεδρος (q.v.).
εὐπρόσεδρος: -ον, διαφ. γραφ. ἀντὶ εὐπάρεδρος ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.