ον, = sq., Sch.rec.A.Pr.424, Hsch.
A s.v. ὀξύπρῳροι.
[Seite 352] spitzhornig, mit spitzen Hörnern, Schol. Aesch. Prom. 424.
ὀξῠκέρατος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 424, Φώτ.