παλίμπλυτος
English (LSJ)
ον,
A washed up again, vamped up: metaph., of a plagiarist who retouches the works of others and passes them off for his own, κηφὴν π. AP7.708 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 449] wieder gewaschen; übtr. κηφὴν παλ., Diosc. 30 (VII, 708), der die Werke Anderer wieder aufputzt und für die seinigen ausgiebt, plagiarius.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπλυτος: -ον, ἐκ νέου πλυθείς, ἀνακαθαρθείς· μεταφορ., ἐπὶ συγγραφέως σφετεριζομένου τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, ἀνακαινίζοντος ἢ τροποποιοῦντος αὐτὰ καὶ ἐκδιδόντος ὡς ἴδια ἑαυτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 708.