πολεμαδόκος
English (LSJ)
Aeol. and Dor. for πολεμηδόκος.
German (Pape)
[Seite 653] dor. statt πολεμηδόκος, ὅπλα, Pind. P. 10, 64.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμᾱδόκος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολεμηδόκος.
Aeol. and Dor. for πολεμηδόκος.
[Seite 653] dor. statt πολεμηδόκος, ὅπλα, Pind. P. 10, 64.
πολεμᾱδόκος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολεμηδόκος.