ἔντριτος
English (LSJ)
ον,
A of three strands, threefold, σπαρτίον LXXEc.4.12. II = Lat. sequester, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντρῐτος: -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, σπαρτίον ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12).
ον,
A of three strands, threefold, σπαρτίον LXXEc.4.12. II = Lat. sequester, Gloss.
ἔντρῐτος: -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, σπαρτίον ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12).