ον,
A clear and fine, Plu.Sull.7; also, = δίυγρος, Hsch.
[Seite 579] ganz hell, heiter; neben ἀνέφελος Plut. Sull. 7. Davon
δίαιθρος: -ον, ἐντελῶς αἴθριος, ἀνέφελος, Πλούτ. Σύλλ. 7.