εὐδιάσειστος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A easily shaken, ἀνέμῳ EM104.5, cf. Hsch.s.v. ῥαδινόν, etc.    II easy to disprove, A.D.Pron.4.23.

German (Pape)

[Seite 1062] wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάσειστος: -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.