ον,
A with seeds enclosed in a membrane, i.e. husk, Thphr.HP8.3.4.
[Seite 860] den Samen in einer Haut habend, Theophr.
ἐνῠμενόσπερμος: -ον, ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἔχον τὸ σπέρμα ἐγκεκλεισμένον ἐντὸς ὑμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 4.