ον,
A with radiant bow, Sch.D Il.1.37, Eust.32.45.
[Seite 13] mit glänzendem Bogen, Schol. Il. 1, 37.
λαμπρότοξος: -ον, ἔχων λάμπον, ἀκτινοβόλον τόξον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 37.