ἡμίβιος
English (LSJ)
ον,
A half-alive, Man.2.358.
German (Pape)
[Seite 1167] halb lebend, Man. 2, 358.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίβιος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, ἡμίζωος, ἡμιθανής, τοὺς δέ ἡμιβίους ἐναρίζει Μανέθων 2. 358.
ον,
A half-alive, Man.2.358.
[Seite 1167] halb lebend, Man. 2, 358.
ἡμίβιος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, ἡμίζωος, ἡμιθανής, τοὺς δέ ἡμιβίους ἐναρίζει Μανέθων 2. 358.