εὔκρητος
English (LSJ)
ον, Ion. for εὔκρατος.
German (Pape)
[Seite 1076] ion. = εὔκρατος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρητος: -ον, Ἰων. ἀντὶ εὔκρατος.
ον, Ion. for εὔκρατος.
[Seite 1076] ion. = εὔκρατος, Hippocr.
εὔκρητος: -ον, Ἰων. ἀντὶ εὔκρατος.