ον,
A with short or few dreams, ὕπνος Pl.Ti.45e; φαντασίαι Plu.2.686b.
[Seite 462] mit kurzen, wenigen Träumen, ὕπνος Plat. Tim. 45 e.
βρᾰχυόνειρος: -ον, καθ’ ὅν τις σύντομα ἢ ὀλίγα ὄνειρα βλέπει, ὕπνος Πλάτ. Τιμ. 45E.