αἰνογένειος
English (LSJ)
ον,
A with dreadful jaws, Call. Del.92.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνογένειος: -ον, ἔχων φοβερὰς σιαγόνας, Καλλ. εἰς Δῆλ. 92.
ον,
A with dreadful jaws, Call. Del.92.
αἰνογένειος: -ον, ἔχων φοβερὰς σιαγόνας, Καλλ. εἰς Δῆλ. 92.