ον, Ion. for ἀμφίκρανος, q. v.
[Seite 140] πῖλος, den Kopf umgebend, Philipp. 5 (VI, 90).
ἀμφίκρηνος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἀμφίκρανος, ὃ ἴδε.