ον,
A shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).
[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.
ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.