βιοφθόρος
English (LSJ)
ον,
A destructive of life, χρυσός Ps.- Phoc.44.
German (Pape)
[Seite 446] das Leben verderbend, Phocyl. 39.
Greek (Liddell-Scott)
βιοφθόρος: -ον, καταστροφεὺς τῆς ζωῆς, Ψευδοφωκύλ. 39.
ον,
A destructive of life, χρυσός Ps.- Phoc.44.
[Seite 446] das Leben verderbend, Phocyl. 39.
βιοφθόρος: -ον, καταστροφεὺς τῆς ζωῆς, Ψευδοφωκύλ. 39.