ἀποσκόπιος
English (LSJ)
ον,
A far from the mark, ἀ. ἀφάμαρτον App.Anth. 3.59 (Ptol.).
German (Pape)
[Seite 325] vom Ziele ab, ἀφάμαρτον Ptolem. ep. 1 (App. 70).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκόπιος: -ον, μακρὰν τοῦ σκοποῦ, ἀποσκόπιοι δ’ ἀφάμαρτον Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.