παλινσύλλεκτος

Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A gathered again, Hsch., Phot. s.v. παλίλλογα.

German (Pape)

[Seite 450] bei Hesych. Erkl. von παλίλλογος.

Greek (Liddell-Scott)

παλινσύλλεκτος: -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.