ον,
A bad-hearted, Gloss.
[Seite 680] böses Herzens, Sp.
πονηροκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων πονηράν, κακὴν καρδίαν, μοχθηρός, Κ. Μανασσ. Χρον. 4411.