στερροσώματος
English (LSJ)
ον,
A with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).
Greek (Liddell-Scott)
στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
ον,
A with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).
στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.