μονοσήμαντος
German (Pape)
[Seite 205] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.
Greek (Liddell-Scott)
μονοσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61.
[Seite 205] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.
μονοσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61.