κρανουργός

Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of helmets; and κρᾰνο-ουργία, ἡ, Poll.7.155.

Greek (Liddell-Scott)

κρανουργός: -όν, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, καὶ κρανουργία, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 155.