ἀδιακόσμητος
English (LSJ)
ον,
A not set in order, D.H.3.10; οὐσία Stoic.2.189, cf. Ph.2.505; of lands, not disposed of, unassigned, J.AJ5.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιακόσμητος: -ον, ὁ μὴ διακεκοσμημένος, διατεταγμένος, Διον. Ἁλ. 3. 10.
ον,
A not set in order, D.H.3.10; οὐσία Stoic.2.189, cf. Ph.2.505; of lands, not disposed of, unassigned, J.AJ5.1.23.
ἀδιακόσμητος: -ον, ὁ μὴ διακεκοσμημένος, διατεταγμένος, Διον. Ἁλ. 3. 10.