ὁμοιόμορφος
English (LSJ)
ον,
A of like form, Epicur.Ep.1p.12U., Alex.Aphr.in Sens.24.19.
German (Pape)
[Seite 335] von ähnlicher Gestalt, D. L. 10, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν μορφήν, Διογ. Λ. 10. 49.
ον,
A of like form, Epicur.Ep.1p.12U., Alex.Aphr.in Sens.24.19.
[Seite 335] von ähnlicher Gestalt, D. L. 10, 49.
ὁμοιόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν μορφήν, Διογ. Λ. 10. 49.