ον,
A one with his hair cut in the fashion σκάφιον (A) 11.1, Com.Adesp.34 D.
[Seite 890] der sich ein σκάφιον scheeren läßt, Phot.
σκαφιόκουρος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κόμην του κεκαρμένην κατὰ τὸν τρόπον τὸν καλούμενον σκάφιον (ΙΙ), Φώτ.