μετάκοινος
English (LSJ)
ον,
A sharing in common, partaking, ξυνδαίτωρ A.Eu. 351 (lyr.); παντὶ δόμῳ μ. ib.964 (lyr.); ματρί Id.Supp.1038 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 148] gemeinschaftlich, παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, Aesch. Eum. 922, vgl. Suppl. 1021.
Greek (Liddell-Scott)
μετάκοινος: -ον, ὁ κοινωνῶν, μετέχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 351· τινι μετά τινος, αὐτόθι 964, Ἱκέτ. 1039.