ἀνέκκλητος
English (LSJ)
ον,
A unchallenged, of a περιοδονίκης (q.v.), IG14.1102,1104. 2 = ἀνέλκλητος. Adv. -τως GDI1723, 1729 (Delph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκκλητος: -ον, ὁ μὴ προκληθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912. 12., 5913. 11., 5914.
ον,
A unchallenged, of a περιοδονίκης (q.v.), IG14.1102,1104. 2 = ἀνέλκλητος. Adv. -τως GDI1723, 1729 (Delph.).
ἀνέκκλητος: -ον, ὁ μὴ προκληθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912. 12., 5913. 11., 5914.