ἀδιάπταιστος
English (LSJ)
ον,
A = ἀδιάπτωτος, Iamb.Protr.21.κδ, cf. Hierocl. Prov.p.463B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπταιστος: -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, Ἰαμβλ. Προτρ. 360.
ον,
A = ἀδιάπτωτος, Iamb.Protr.21.κδ, cf. Hierocl. Prov.p.463B.
ἀδιάπταιστος: -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, Ἰαμβλ. Προτρ. 360.